σακχαροποιώ

σακχαροποιώ
(ε) μετ. варить сахар (из чего-л.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "σακχαροποιώ" в других словарях:

  • σακχαροποιώ — έω, Ν [σακχαροποιός] μετατρέπω κάτι σε ζάχαρη μετά από σχετική κατεργασία …   Dictionary of Greek

  • σακχαροποίηση — και ζαχαροποίηση, η, Ν ο μετασχηματισμός τών αμυλωδών ουσιών σε ζυμώσιμα σάκχαρα, υπό την επίδραση ενζύμων ή ανόργανων οξέων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σακχαροποιώ. Η λ. αποτελεί απόδοση στην Ελληνική ελληνογενούς ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. saccharification, και …   Dictionary of Greek

  • σακχαροποιητικός — ή, ό, Ν αυτός που μπορεί να προκαλέσει σακχαροποίηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < σακχαροποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»